
Γενικοί ορισμοί
Εγκατάσταση Κεντρικής Θέρµανσης: το σύνολο των συσκευών, κατασκευών, διατάξεων, µηχανισµών κλπ που παραλαµβάνει θερµική ενέργεια από µια πηγή (εστία παραγωγής της θερµότητας) µέσω ενός φορέα µεταφοράς θερµότητας (θερµαντικού µέσου) και την κατανέµει σε διάφορους χώρους προκειµένου να καλύψει απώλειες θερµότητας προς το περιβάλλον και να διατηρήσει τη θερµοκρασία αυτών των χώρων σε επιθυµητά επίπεδα. Περιλαµβάνει συνήθως το λέβητα, το σύστηµα διανοµής, τα θερµαντικά σώµατα, το σύστηµα προσαγωγής και αποθήκευσης καυσίµου, τον καυστήρα, το δίκτυο απαγωγής των καυσαερίων, το χώρο του λεβητοστασίου, τα συστήµατα ρύθµισης και αυτοµατοποίησης της εγκατάστασης και τα συστήµατα ασφαλούς λειτουργίας. Στον παρόντα ορισµό περιλαµβάνονται και τα ατοµικά συστήµατα κεντρικής θέρµανσης που δεν διαθέτουν απαραίτητα λεβητοστάσιο.
Τοπική θέρµανση: το σύστηµα θέρµανσης χώρων, στο οποίο η ενέργεια παράγεται και προσδίδεται µέσα στον ίδιο χώρο χωρίς την παρεµβολή συστήµατος µεταφοράς (π.χ. τζάκια, θερµάστρες, θερµοσυσσωρευτές κ.τ.λ.)
Λέβητας: η συσκευή στην οποία η χηµική ενέργεια του καυσίµου µε καύση του εντός του θαλάµου καύσης µετατρέπεται σε θερµότητα, η οποία παραλαµβάνεται (κατά το δυνατόν) από το εργαζόµενο µέσο που ανακυκλοφορεί στο κλειστό δίκτυο και χρησιµοποιείται για τη θέρµανση των χώρων καθώς και για τη θέρµανση νερού χρήσης ή παραγωγής ατµού. Για τους σκοπούς της παρούσας Απόφασης, συµπεριλαµβάνονται όλοι οι τύποι λεβήτων. Ειδικά για τους λέβητες αερίου συµπεριλαµβάνονται όλοι οι τύποι λεβήτων µε βάση την τυποποίηση CR 1749 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τυποποίησης.
Συνήθης λέβητας: ο λέβητας για τον οποίο η µέση θερµοκρασία λειτουργίας µπορεί να περιοριστεί ως εκ του τον σχεδιασµού του.
Ατµολέβητας ή ατµογεννήτρια: ο λέβητας, στον οποίο το εργαζόµενο µέσο είναι ο ατµός που παράγεται από την ατµοποίηση του νερού τροφοδοσίας του λέβητα.
Λέβητας χαµηλών θερµοκρασιών: ο λέβητας που µπορεί να λειτουργεί συνεχώς, µε θερµοκρασία νερού προσαγωγής από 35 έως 40 οC και που µπορεί υπό ορισµένες περιστάσεις (εκ του σχεδιασµού), να συµπυκνώνει τους υδρατµούς που περιέχονται στα παραγόµενα καυσαέρια.
Λέβητας συµπύκνωσης: ο λέβητας που έχει σχεδιαστεί, ώστε να µπορεί µονίµως να συµπυκνώνει µεγάλο µέρος των υδρατµών που περιέχονται στα καυσαέρια.
Ωφέλιµη ονοµαστική ισχύς λέβητα: η ωφέλιµη θερµική ισχύς που καθορίζεται κατά τη διαδικασία πιστοποίησης της απόδοσης του λέβητα, την οποία ο λέβητας µπορεί να αποδίδει σε συνεχή λειτουργία µε συγκεκριµένο καύσιµο, µε το βαθµό απόδοσης που καθορίζεται κατά την διαδικασία πιστοποίησης. Εκφράζεται σε kW.
Πιεστικός καυστήρας: ανεξάρτητη συσκευή καύσης, στην οποία ο αέρας καύσης προσάγεται βεβιασµένα διαµέσου ανεµιστήρα.
Βαθµός απόδοσης: ο λόγος της θερµότητας που µεταδίδεται στο φορέα µεταφοράς θερµότητας του λέβητα, προς την προσδιδόµενη από το καταναλισκόµενο καύσιµο θερµότητα, ανηγµένη στην κατώτερη θερµογόνο ικανότητα του καυσίµου. Εκφράζεται σε ποσοστό (%). ΑΔΑ: 457Ξ0-Υ0Β 4 Απώλεια θερµότητας καυσαερίων: το ανεκµετάλλευτο ποσό θερµότητας, εξαιτίας της θερµοκρασίας των καυσαερίων, µε την οποία εγκαταλείπει το λέβητα και εξέρχεται στην ατµόσφαιρα. Εκφράζεται ως ποσοστό (%) της προσδιδόµενης θερµότητας από το καταναλισκόµενο καύσιµο. Εσωτερικός βαθµός απόδοσης: η διαφορά των απωλειών θερµότητας καυσαερίων από την προσδιδόµενη θερµότητα από το καταναλισκόµενο καύσιµο. Εκφράζεται σε ποσοστό (%) και υπολογίζεται από τη σχέση: Εσωτ. Βαθµός απόδ. = 100 – απώλειες θερµ. καυσ. (%). Καύσιµο Στερεής Βιοµάζας: το στερεό καύσιµο το οποίο παράγεται από τις κατηγορίες βιοµάζας που καλύπτονται από το Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 14961-1.
Απώλεια θερµότητας καυσαερίων: το ανεκµετάλλευτο ποσό θερµότητας, εξαιτίας της θερµοκρασίας των καυσαερίων, µε την οποία εγκαταλείπει το λέβητα και εξέρχεται στην ατµόσφαιρα. Εκφράζεται ως ποσοστό (%) της προσδιδόµενης θερµότητας από το καταναλισκόµενο καύσιµο.
Εσωτερικός βαθµός απόδοσης: η διαφορά των απωλειών θερµότητας καυσαερίων από την προσδιδόµενη θερµότητα από το καταναλισκόµενο καύσιµο. Εκφράζεται σε ποσοστό (%) και υπολογίζεται από τη σχέση: Εσωτ. Βαθµός απόδ. = 100 – απώλειες θερµ. καυσ. (%).
Καύσιµο Στερεής Βιοµάζας: το στερεό καύσιµο το οποίο παράγεται από τις κατηγορίες βιοµάζας που καλύπτονται από το Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 14961-1.